-
1 επισημαινω
1) тж. med. ставить знак, отмечать, обозначатьτῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις ἐπεσήμαινεν Thuc. — поражение конечностей было признаком (перенесенной болезни);
ἐπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸς ὄνομ΄ ἐπώνυμος Eur. — этот народ будет носить его (Ахея) имя;ἐπισημαίνεσθαί τινι ἓν εἶδος Plat. — обозначить что-л. как один вид;ἐπισημηνάμενος, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. — указав, считает ли он его излечимым, или нет2) (тж. ἐ. τὸ θεῖον Plut.) давать знак, посылать знамение(τινί Xen., Plut., Diod.)
3) указывать, давать указание, заявлять(ἐπισημαίνει ὅ Πυθαγόρας, ὅτι … Plut.)
(τὰς εὐθύνας Dem.)
5) med. одобрять, хвалить(τινα и τι Polyb.; τοὺς παρά τινος λόγους Aeschin.)
τοὺς ἀκούοντας ἐ. καὴ θορυβεῖν ἀναγκάζειν Isocr. — вызывать у слушателей шумное одобрение6) med. отмечать, отличать, награждать(τῶν πολιτῶν τινας δώροις Polyb.)
7) показывать, отмечать(τέν ἀρχήν τινος Arst.; med. τῆς γλώττης τέν διαμαρτίαν τῷ μειδιάματι Luc.)
8) med. клеймить, порицать(τινα Diod.; τὰς παρανόμους τῶν πράξεων Polyb.)
9) показываться, обнаруживатьсяἐὰν μέλιτος ἀφθονία ἐπισημαίνῃ Arst. — когда мед появляется в изобилии;impers. ἐπισημαίνει Arst. — появляются признаки, обнаруживается -
2 σκέπασμα
A a covering,τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d
; of a cap or shoe, Id.Lg. 942d; of clothing generally, Arist.Pol. 1336a17; alsoὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA 687b24
; covering membrane, Id.GA 780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου ς., in plants, Id.de An. 412b2;οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph. 1043a32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκέπασμα
-
3 ἐπισημαίνω
A mark, γράμματα Aen. Tact.31.3 ([voice] Med.):—[voice] Med., seal, μαρτυρίας τᾷ δαμοσίᾳ σφραγῖδι SIG l.c.:— [voice] Pass., to have a mark set on one, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι .2. of a disease, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν the seizure of his extremities set a mark upon him, Th.2.49:—[voice] Pass., ἢν ἅπαξ ἐπισημανθῇ if once he has the mark of the disease upon him, Hp.Morb.Sacr.8.b. indicate as a symptom, πολλὰ τοῦνοσώδους Philostr.Gym.30
: as a weather-sign,αὐχμούς Id.Her.2.9
:—[voice] Pass., show symptoms of disease, Gal.14.661.II. indicate, c. acc. et inf.,ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι X.HG4.7.2
.III. intr., give signs, appear as a symptom in a case, Hp.Epid.1.18; ἄρθρονἐ. συντεταμένον Id.Art.30
; of puberty, show itself, Arist.GA 727a8, 728b24; of weather-signs, indicate a change of weather, Thphr.Sign. 10, etc.; of omens,τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐ. ἕξ D.H.1.86
, etc.;εἰς τὸ δημόσιον Paus.3.12.7
; of the gods, δαιμόνιον αὐτοῖς ἐ. D.S.19.103, cf. 5.3, Plu. Num.22, Sull.14: impers., ἐπισημαίνει symptoms appear, Arist.HA 572b32;ἐ. περὶ τοὺς μαστούς Id.GA 728b29
.IV. [voice] Med. ([tense] pf. [voice] Med. in act. sense, Phld.Mus.p.82 K., Ir.p.5 W., [tense] aor. [voice] Pass., Id.Rh.1.58S., al.), assign as a distinguishing mark,μίαν τινὰ φύσιν Pl.Phlb. 25a
, cf. Plt. 258c; distinguish,τί βούλομαι Id.Lg. 744a
; ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τεἀνίατος δοκῇ εἶναι Id.Grg. 526b
: abs., D.S.13.28; τοσοῦτον -σημηναμένους having added so much by way of explanation, Gal.17(1).800.2. signify, indicate, ὃ.. Ὅμηρος ἐπες. Pl.Lg. 681e; ἐ. ἐν τοῖς ὅρκοις ὅτι " οὐκ ἀδικήσω" Arist.Pol. 1310a11;τῷ μειδιάματι.. τὴν διαμαρτίαν Luc.Laps.1
; remark, " ὀρθῶς" Thphr.Char.2.4.3. set one's name and seal to a thing (in token of approbation), ἐπισημαίνεσθαι τὰςεὐθύνας D.18.250
: generally, applaud, signify approval, Isoc.12. 2, Aeschin.2.49, Men.Phasm.Fr.I, etc.: rarely in bad sense, disapprove, M.Ant.6.20, App.BC5.15; of a historian, Plb.2.61.1.4. distinguish by reward or punishments,ἐπισημαίνεσθαί τινα δώροις Id.6.39.6
;τοὺς μὲν χάρισι, τοὺς δὲ κολάσεσιν Id.Fr. 148
; τὰ καλὰ (Delos, ii B.C.), cf. 51.12 (Ptolemais, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισημαίνω
-
4 ἐπι-σημαίνω
ἐπι-σημαίνω, 1) darüber ein Zeichen machen, bezeichnen, wie γράμματα ἐπισεσημασμένα, mit darüberstehenden Punkten bezeichnet, Aen. Tact. 31; übh. bezeichnen, κἀπισημανϑήσεται κείνου κεκλῆσϑαι λαός Eur. Ion 1593; von der Gottheit, eine Vorbedeutung geben, durch ein Anzeichen ihren Willen zu erkennen geben, ὁ ϑεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι Xen. Hell. 4, 7, 2; Plut. Num. 22 Demetr. 12; D. Sic. 19, 103. Auch in der Bdtg des med. loben, Pol. 9, 9. – Med. sich Etwas bezeichnen, mit einem Zeichen versehen, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. Gorg. 526 b; Phil. 25 a; sich vorzeichnen, Legg. V, 744 a; übh. bemerklich machen, andeuten, III, 681 b; Sp., τῷ μειδιάματι ἐπισημηνάμενος τῆς γλώσσης τὴν διαμαρτίαν Luc. pro laps. 1; τὰς εὐϑύνας, sie untersiegeln, zum Zeichen, daß man sie für richtig anerkennt, Dem. 18, 250; durch ein Zeichen seinen Beifall zu erkennen geben, loben, καὶ ϑορυβεῖν Isocr. 12, 2; ἐπισημαινόμενον τὸν δῆμον καὶ δεδεγμένον τοὺς παρ' ἐμοῦ λόγους Aesch. 2, 49; πάντων τὸ ῥηϑὲν ἐπισημηναμένων Pol. 3, 111, 3, öfter, wie a. Sp., κρότῳ μεγάλῳ τὸ γεγονός D. Sic. 17, 106; δώροις τινά, Einen durch Geschenke auszeichnen, belohnen, Pol. 6, 39, 6; seltener durch Tadel auszeichnen, tadeln, App. B. C. 5, 15; D. Sic. 13, 27. – 2) intr., sich bemerklich machen, sich zeigen, bes. von Witterungs- u. Krankheitsvorzeichen, eintreten, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις τοῦ λοιμοῦ ἐπεσήμαινε Thuc. 2, 50; Hippocr.; öfter bei Arist., τὰ περὶ τοὺς μαστούς, τὰ ἐπιμήνια u. ä., gener. anim. 1, 19. 20 H. A. 7, 3; σεισμὸς ἐφ' ἓν καὶ ἐπὶ δύο ἔτη ἐπισημαίνει κατὰ τοὺς αὐτοὺς τόπους Meteorl. 2, 8; τῷ Ῥώμῳ ἐπισημαίνουσι γῦπες ἕξ D. H. 1, 86. 87.
-
5 αντιληψις
дор. ἀντίλαψις - εως ἥ1) получение взаменκατακομιδέ καὴ πάλιν ἀ. Thuc. — вывоз и обратный ввоз
2) захват, присвоение3) средство или возможность ухватиться: , τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь4) перен. слабое или уязвимое место(ἀντιλήψεις καὴ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.)
5) возражение, опровержение6) восприятие, ощущение(ἡδονῆς τε καὴ πόνου Diod.)
ὑπ΄ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. — быть предметом чувственного восприятия7) забота, занятие8) мед. поражение, заболевание(τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.)
9) pl. помощь, поддержка NT. -
6 ἀντίληψις
II (from [voice] Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr. 208; of cultivated plants, giving a return, Thphr.CP3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9;ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30
; ἀ. διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e;ἀ. παρέχειν Luc.Anach.2
.3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXXPs.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.5 objection, Pl.Phd. 87a, Sph. 241b, Hp.Ma. 287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion,θεολογικὴ ἀ. Iamb.Myst.1.8
.6 grasping with the mind, apprehension, Epicur.Fr. 250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4;φυσικὴν -ψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15
; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀ. does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5;ποιοτήτων Plu.2.625b
, cf. Metrod.1.7 of disease, seizure, attack,τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίληψις
-
7 Mark
subs.Impression: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, V. χάραγμα, τό.Mark on the body: P. and V. χαρακτήρ, ὁ (Eur., El. 572).Marks of blows: P. ἴχνη πληγῶν (Plat., Gorg. 524C).Brand: P. ἔγκαυμα, τό.The attack that the disease made on the ( sufferers) extremities left its mark: P. τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ (τοῦ κακοῦ) ἐπεσημαίνεν (Thuc. 2, 49).Object at which one aims: P. and V. σκοπός, ὁ.Beside the mark: P. ἔξω τοῦ πράγματος, Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.To the mark: P. πρὸς λόγον.There is a difference between speaking much and speaking to the mark: V. χωρὶς τό τʼ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια (Soph., O.C. 808).A man of mark: use adj., P. εὐδόκιμος, ἀξιόλογος; see Famous.Make one's mark: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν.Be wide of the mark: see Err.——————v. trans.Brand: Ar. and P. στίζειν.Scratch: V. χαράσσειν.Marked, scarred: V. ἐσφραγισμένος (perf. part. of σφραγίζειν).Wound: P. and V. τραυματίζειν, τιτρώσκειν.Notice: P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (dat. or acc.), ἐπισκοπεῖν, ἐννοεῖν (or mid.), νοεῖν (or mid.), Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.). Absol.. P. and V. ἐνδέχεσθαι; see Notice.He found himself marked down for slaughter: P. αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν (Thuc. 1, 132).Mark off, appoint: P. ἀποδεικνύναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mark
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Γέλα — Πόλη (79.058 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, στη νότια Σικελία, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Καλτανισέτα (2.101 τ. χλμ., 274.402 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη μεσογειακή ακτή, μεταξύ των ακρωτηρίων Σκαράμια και Σαντ’ Άντζελο, εκεί όπου η… … Dictionary of Greek
Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… … Dictionary of Greek
Αργοστόλι — Πόλη, (9.037 κάτ.) του νομού Κεφαλληνίας, πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου της Κεφαλονιάς. Η πόλη καταστράφηκε εντελώς στους σεισμούς του 1953 και ξαναχτίστηκε ολόκληρη, πιο σύγχρονη, αλλά χωρίς το παλαιό χαρακτηριστικό της χρώμα … Dictionary of Greek
Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… … Dictionary of Greek
Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… … Dictionary of Greek
Ιωνόπολις — Αρχαία πόλη της βόρειας ακτής του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ακρωτηρίων Ζεφυρίου και Αιγινήτη. Παλαιότερα ονομαζόταν Aβώνου Τείχος … Dictionary of Greek